- στορεστής
- ο драпировщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στορεστής — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης αρχ. αυτός που φέρνει γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)] … Dictionary of Greek
στόρεσμα — το, Ν επίστρωμα, ιδίως τοίχου, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. στορεστής)] … Dictionary of Greek